- ἀδόκητον
- ἀδόκητοςunexpectedmasc/fem acc sgἀδόκητοςunexpectedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
нечаѥмыи — (15) пр. 1.Безнадежный, такой, на которого нельзя надеяться: и побѣды раченье нечаѥмо. (ἀπεγνωμένης) ГБ XIV, 139в; в роли с. Безнадежный больной: и врачь охытрыи. да похваленъ бѹдеть. ѥгда болѧща˫а и нечаѥмы˫а ицѣлить. (νόσους... ἀπηλπισμένας)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αδόκητος — η, ο (Α ἀδόκητος, ον) [δοκῶ] απροσδόκητος, απρόσμενος, ανέλπιστος, αιφνίδιος («ἀδόκητος θάνατος») αρχ. 1. φρ. το «ἀδόκητον καὶ δοκέοντα» τού Πινδάρου μερικοί εξηγούν ή «τον άδοξο και ένδοξο» ή «αυτόν που δεν προσδοκά και αυτόν που προσδοκά» 2.… … Dictionary of Greek